καταπολιτεύομαι

καταπολιτεύομαι
καταπολιτεύομαι (Α)
καταβάλλω κάποιον με την πολιτική, αντιπολιτεύομαι σφοδρά («ὃν τρόπον ὐμᾱς κατεπολιτεύσατο Φίλιππος», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπολιτεύομαι — subdue pres ind mp 1st sg καταπολῑτεύομαι , καταπολιτεύομαι subdue pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπολιτευσάμενος — καταπολιτεύομαι subdue aor part mp masc nom sg καταπολῑτευσάμενος , καταπολιτεύομαι subdue aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπολιτευόμενοι — καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom/voc pl καταπολῑτευόμενοι , καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπολιτευόμενος — καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom sg καταπολῑτευόμενος , καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπολιτεύονται — καταπολιτεύομαι subdue pres ind mp 3rd pl καταπολῑτεύονται , καταπολιτεύομαι subdue pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπολιτεύω — καταπολῑτεύω , καταπολιτεύομαι subdue pres subj act 1st sg καταπολῑτεύω , καταπολιτεύομαι subdue pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπολιτεύετο — κατεπολῑτεύετο , καταπολιτεύομαι subdue imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπολιτεύσατο — κατεπολῑτεύσατο , καταπολιτεύομαι subdue aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”